σομφος

σομφος
    σομφός
    3
    1) губчатый, пористый
    

(σάρξ Arst.)

    2) рыхлый
    

(χώρα Arst.)

    3) (о звуке) глухой
    

(φωνή Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σομφος" в других словарях:

  • σομφός — spongy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφός — ή, ό / σομφός, ή, όν, ΝΑ σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. «σομφό ξύλο» βοτ. τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα τού δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη λειτουργία μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο… …   Dictionary of Greek

  • σομφά — σομφός spongy neut nom/voc/acc pl σομφά̱ , σομφός spongy fem nom/voc/acc dual σομφά̱ , σομφός spongy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφότερον — σομφός spongy adverbial comp σομφός spongy masc acc comp sg σομφός spongy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφόν — σομφός spongy masc acc sg σομφός spongy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφαί — σομφός spongy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφοῖς — σομφός spongy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφούς — σομφός spongy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφῆς — σομφός spongy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφή — σομφός spongy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σομφήν — σομφός spongy fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»